Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική możliwość możliwości
γενική możliwości możliwości
δοτική możliwości możliwościom
αιτιατική możliwość możliwości
οργανική możliwością możliwościami
τοπική możliwości możliwościach
κλητική możliwości możliwości

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mɔʒˈlʲivɔɕʨ̑/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

możliwość (pl) θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία