Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιωπηρός η σιωπηρή το σιωπηρό
      γενική του σιωπηρού της σιωπηρής του σιωπηρού
    αιτιατική τον σιωπηρό τη σιωπηρή το σιωπηρό
     κλητική σιωπηρέ σιωπηρή σιωπηρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιωπηροί οι σιωπηρές τα σιωπηρά
      γενική των σιωπηρών των σιωπηρών των σιωπηρών
    αιτιατική τους σιωπηρούς τις σιωπηρές τα σιωπηρά
     κλητική σιωπηροί σιωπηρές σιωπηρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιωπηρός < αρχαία ελληνική σιωπηρός « σιωπάω-σιωπῶ

  Επίθετο επεξεργασία

σιωπηρός

  1. που σιωπά, που δε μιλάει πολύ ή δε μιλάει σχεδόν καθόλου
  2. που γίνεται χωρίς θόρυβο
    σιωπηρός πόλεμος
    σιωπηρός θάνατος

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία