Ετυμολογία

επεξεργασία
αρρωστημένο < ουδέτερο της μετοχής αρρωστημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου αρρωσταίνω

αρρωστημένο

  Δείτε επίσης: αρρωστημένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία