Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ῥώννυμι, ῥωννύω   ῥώννυμαι 
Παρατατικός  ἐρρώννυον, ἐρρώννυν 
Μέλλοντας  ῥώσω   ῥωσθήσομαι 
Αόριστος  ἔρρωσα   ἐρρώσθην 
Παρακείμενος  ἔρρωμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐρρώμην 
Συντελ.Μέλλ.
Ο παθητικός παρακείμενος ἔρρωμαι χρησιμοποιείται ως ενεστώτας και ο παθητικός υπερσυντέλικος ἐρρώμην ως παρατατικός

  Ετυμολογία επεξεργασία

ῥώννυμι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ῥώννυμι

  1. δυναμώνω, ενισχύω, ενδυναμώνω
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Περικλῆς, 19.1
    οὐ γὰρ μόνον ἐποίκους Ἀθηναίων χιλίους κομίσας ἔρρωσεν εὐανδρίᾳ τὰς πόλεις, ἀλλὰ καὶ τὸν αὐχένα διαζώσας ἐρύμασι καὶ προβλήμασιν ἐκ θαλάττης εἰς θάλατταν, ἀπετείχισε τὰς καταδρομὰς τῶν Θρᾳκῶν περικεχυμένων τῇ Χερρονήσῳ, καὶ πόλεμον ἐνδελεχῆ καὶ βαρὺν ἐξέκλεισεν,
    Όχι μόνο έφερε χίλιους Αθηναίους εποίκους και με τους γενναίους αυτούς άντρες δυνάμωσε τις εκεί πόλεις, αλλά και τον ισθμό τον έζωσε με οχυρώματα και με προμαχώνες από τη μια θάλασσα στη άλλη. Έτσι εμπόδισε με το τείχος αυτό τις επιδρομές των Θρακών που είχαν ξεχυθεί γύρω από τη Χερρόνησο και έδωσε τέλος στο αδιάκοπο και σκληρό πόλεμο
    Μετάφραση (1965): Μιχάλης Οικονόμου @greek‑language.gr
  2. έχω καλή υγεία, υγιαίνω
  3. (στην παθητική φωνή) προβάλλω ισχύ, έχω δύναμη ή ισχύ
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 111.3
    τὸ στρατόπεδον ἐξισούμενον τῷ Μηδικῷ στρατοπέδῳ, τὸ μὲν αὐτοῦ μέσον ἐγίνετο ἐπὶ τάξις ὀλίγας, καὶ ταύτῃ ἦν ἀσθενέστατον τὸ στρατόπεδον, τὸ δὲ κέρας ἑκάτερον ἔρρωτο πλήθεϊ.
    το στρατόπεδό τους σχημάτιζε μέτωπο ίσο με το μέτωπο των Περσών, αλλά στο κέντρο είχε μικρό βάθος κι ήταν το πιο αδύνατο σημείο της παράταξής τους, ενώ οι δυο πτέρυγες με τις πυκνές γραμμές τους ήταν ενισχυμένες.
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 17.8
    εἴ τε καὶ πάνυ ἔρρωνται, τὸ μὲν ἐς τὴν γῆν ἡμῶν ἐσβάλλειν, κἂν μὴ ἐκπλεύσωμεν, ἱκανοί εἰσι, τῷ δὲ ναυτικῷ οὐκ ἂν δύναιντο βλάπτειν· ὑπόλοιπον γὰρ ἡμῖν ἐστὶν ἀντίπαλον ναυτικόν.
    Αλλά και αν είχαν μεγάλη ενεργητικότητα δεν θα μπορούσαν να κάνουν άλλο παρά να εισβάλουν στο έδαφός μας και τούτο είναι σε θέση να το κάνουν και αν δεν εκστρατεύσομε, αλλά με το ναυτικό τους οπωσδήποτε δεν θα μπορούσαν να μας βλάψουν, αφού θα έχομε εδώ τον υπόλοιπο στόλο μας ικανό να τους αντιμετωπίσει.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 78.1
    τοῦ μὲν οὐκ ἐθέλοντος οὔτε πρότερον ναυμαχεῖν, ἕως ἔτι αὐτοί τε ἔρρωντο μᾶλλον καὶ τὸ ναυτικὸν τῶν Ἀθηναίων ὀλίγον ἦν, οὔτε νῦν, ὅτε στασιάζειν τε λέγονται καὶ αἱ νῆες αὐτῶν οὐδέπω ἐν τῷ αὐτῷ εἰσίν, ἀλλὰ τὰς παρὰ Τισσαφέρνους Φοινίσσας ναῦς μένοντες, ἄλλως ὄνομα καὶ οὐκ ἔργον, κινδυνεύσειν διατριβῆναι·
    [Τον Αστύοχο] τον κατηγορούσαν επειδή δεν ήθελε να ναυμαχήσει, ούτε πρωτύτερα όταν ο πελοποννησιακός στόλος ήταν πολύ ισχυρός και ο στόλος των Αθηναίων λίγος, ούτε τώρα που, καθώς λέγεται, βρίσκονται οι Αθηναίοι σε διάσταση μεταξύ τους και δεν έχουν ακόμα συγκεντρώσει τον στόλο τους.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  4. (στην παθητική φωνή) (+ απαρέμφατο) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι, έχω τη δύναμη να κάνω κάτι
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 8.4
    ἔρρωτό τε πᾶς καὶ ἰδιώτης καὶ πόλις εἴ τι δύναιτο καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ ξυνεπιλαμβάνειν αὐτοῖς· ἐν τούτῳ τε κεκωλῦσθαι ἐδόκει ἑκάστῳ τὰ πράγματα ᾧ μή τις αὐτὸς παρέσται.
    και κάθε πολιτεία ή ιδιώτης ήταν πρόθυμος να τους βοηθήσει όσο μπορούσε, με λόγια ή έργα, κι ο καθένας νόμιζε ότι όπου δεν είναι παρών, εκεί και τα πράγματα δεν θα πάνε καλά.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  5. (μετοχή παρακειμένου ως επίθετο) ἐρρωμένος: ρωμαλέος, ισχυρός, δυνατός
    → δείτε παράθεμα στο ἐρρωμένος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

θέμα ῥωσ-

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία