ἐρρωμένος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαἐρρωμένος, -η, -ον, συχνά σε επιθετική χρήση, συγκριτικός :ἐρρωμενέστερος, υπερθετικός : ἐρρωμενέστατος
- μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου (ἔρρωμαι) του ρήματος ῥώννυμι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 8, 564d
- Ἐκεῖ μὲν διὰ τὸ μὴ ἔντιμον εἶναι, ἀλλ᾽ ἀπελαύνεσθαι τῶν ἀρχῶν, ἀγύμναστον καὶ οὐκ ἐρρωμένον γίγνεται·
- Εκεί, επειδή το είδος αυτό των ανθρώπων δεν έχει καμιάν υπόληψη και το απομακρύνουν από κάθε αρχή, μένει —να πούμε— αγύμναστο και ατροφικό·
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Ἐκεῖ μὲν διὰ τὸ μὴ ἔντιμον εἶναι, ἀλλ᾽ ἀπελαύνεσθαι τῶν ἀρχῶν, ἀγύμναστον καὶ οὐκ ἐρρωμένον γίγνεται·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 6, 491c
- Ἔτι τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρὸς τούτοις τὰ λεγόμενα ἀγαθὰ πάντα φθείρει καὶ ἀποσπᾷ, κάλλος καὶ πλοῦτος καὶ ἰσχὺς σώματος καὶ συγγένεια ἐρρωμένη ἐν πόλει καὶ πάντα τὰ τούτων οἰκεῖα·
- Μ᾽ ακόμα κι όλα τ᾽ άλλα τ᾽ αγαθά που λένε τη διαφθείρουν και την αποσπούν, η εμορφιά, τα πλούτη, η σωματική δύναμη, οι δυνατές συγγένειες μες στην πόλη και όλα τα παρόμοια·
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Ἔτι τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρὸς τούτοις τὰ λεγόμενα ἀγαθὰ πάντα φθείρει καὶ ἀποσπᾷ, κάλλος καὶ πλοῦτος καὶ ἰσχὺς σώματος καὶ συγγένεια ἐρρωμένη ἐν πόλει καὶ πάντα τὰ τούτων οἰκεῖα·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 11.10
- πῶς τούτους οὐχὶ βαθεῖς τε καὶ ἐρρωμένους ἄνδρας χρὴ νομίσαι;
- πώς δεν πρέπει αυτούς τους ανθρώπους να τους θεωρούμε καλοστεκούμενους και ισχυρούς»;
- Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- πῶς τούτους οὐχὶ βαθεῖς τε καὶ ἐρρωμένους ἄνδρας χρὴ νομίσαι;
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Ὀλυνθιακὸς β′, 21
- ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς σώμασιν, τέως μὲν ἂν ἐρρωμένος ᾖ τις, οὐδὲν ἐπαισθάνεται, ἐπὰν δ᾽ ἀρρώστημά τι συμβῇ, πάντα κινεῖται, κἂν ῥῆγμα κἂν στρέμμα κἂν ἄλλο τι τῶν ὑπαρχόντων σαθρὸν ᾖ,
- Όπως ακριβώς δηλαδή στο ανθρώπινο σώμα, όσο καιρό κάποιος είναι γερός, δεν αισθάνεται κανένα ενόχλημα, αλλά όταν τον βρει κάποια αρρώστια, τότε εμφανίζονται όλα, κατάγματα, στραμπουλήγματα και οτιδήποτε άλλο είναι πειραγμένο,
- Μετάφραση (1998): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς σώμασιν, τέως μὲν ἂν ἐρρωμένος ᾖ τις, οὐδὲν ἐπαισθάνεται, ἐπὰν δ᾽ ἀρρώστημά τι συμβῇ, πάντα κινεῖται, κἂν ῥῆγμα κἂν στρέμμα κἂν ἄλλο τι τῶν ὑπαρχόντων σαθρὸν ᾖ,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 8, 564d
Παράγωγα
επεξεργασία- ἐρρωμενέστερος
- ἐρρωμενέστατος
- ἐρρωμένως (επίρρημα)
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ῥώννυμι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρρωμένος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ
- μορφολογία@perseus.tufts.edu