Δείτε επίσης: ἄρωστος, άρρωστος
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἄρρωστος τὸ ἄρρωστον οἱ, αἱ ἄρρωστοι τὰ ἄρρωστα
Γενική τοῦ, τῆς ἀρρώστου τοῦ ἀρρώστου τῶν ἀρρώστων τῶν ἀρρώστων
Δοτική τῷ, τῇ ἀρρώστῳ τῷ ἀρρώστῳ τοῖς, ταῖς ἀρρώστοις τοῖς ἀρρώστοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἄρρωστον τὸ ἄρρωστον τοὺς, τὰς ἀρρώστους τὰ ἄρρωστα
Κλητική ἄρρωστε ἄρρωστον ἄρρωστοι ἄρρωστα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀρρώστω
Γενική-Δοτική ἀρρώστοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ἄρρωστος < ἀ- + ῥώννυμι

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄρρωστος, -ος, -ον

  1. αδύνατος, αδύναμος
  2. άρρωστος, ασθενής