Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀρρωστέω < ἄρρωστος

ἀρρωστέω - ἀρρωστῶ (συνηρημένο)

  1. είμαι ασθενής
    ※  4oς αιώνας πκε Αριστοτέλης, Των περί τα ζώα ιστοριών, (8.24) @scaife.perseus
    Ὅλως δέ φασιν οἱ ἔμπειροι, σχεδὸν ὅσαπερ ἀρρωστεῖ ἄνθρωπος ἀρρωστήματα, καὶ ἵππον ἀρρωστεῖν καὶ πρόβατον.
  2. (μεταφορικά) εξασθενώ, αποδυναμώνω


Παράγωγα

επεξεργασία