αρρωστιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αρρωστιάρης | η | αρρωστιάρα | το | αρρωστιάρικο |
γενική | του | αρρωστιάρη | της | αρρωστιάρας | του | αρρωστιάρικου |
αιτιατική | τον | αρρωστιάρη | την | αρρωστιάρα | το | αρρωστιάρικο |
κλητική | αρρωστιάρη | αρρωστιάρα | αρρωστιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αρρωστιάρηδες | οι | αρρωστιάρες | τα | αρρωστιάρικα |
γενική | των | αρρωστιάρηδων | — | των | αρρωστιάρικων | |
αιτιατική | τους | αρρωστιάρηδες | τις | αρρωστιάρες | τα | αρρωστιάρικα |
κλητική | αρρωστιάρηδες | αρρωστιάρες | αρρωστιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρρωστιάρης < αρρωστώ
Επίθετο
επεξεργασίααρρωστιάρης
- ο επιρρεπής στις αρρώστιες, ο αρρωστιάρικος, ο φιλάσθενος
- ασθενικός, αδύνατος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρρωστιάρης
|