ενικός         πληθυντικός  
illness illnesses

  Ετυμολογία

επεξεργασία
illness < ill + -ness

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

illness (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη disease