Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γλοιός οι γλοιοί
      γενική του γλοιού των γλοιών
    αιτιατική τον γλοιό τους γλοιούς
     κλητική γλοιέ γλοιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλοιός < αρχαία ελληνική γλοιός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλοιός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλοιός < ίσως γλίχομαι, ίσως γλίσχρος, ίσως και κανένα από τα δύο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλοιός αρσενικό

  Επίθετο επεξεργασία

γλοιός, ά, όν

  1. ολισθηρός, γλιστερός
  2. πανούργος, άπιστος

Συγγενικά επεξεργασία