γλίσχρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλίσχρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γλίσχρος (κολλώδης, τσιγκούνης)
Επίθετο επεξεργασία
γλίσχρος, -α, -ο (λόγιο)
- πενιχρός, ανεπαρκής, λίγος, μικρός
- ※ Τα Ασφαλιστικά Ταμεία κινδυνεύουν να χάσουν 12 δισεκατομμύρια, το 50% της γλίσχρας περιουσίας τους (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 25/10/2011)
- μη πολυτελής
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλίσχρος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλίσχρος < ρίζα *λιτ- (πβ. (αρχαία ελληνική) λιτός κι το (λατινικά) glittus), συγγενές του ὀλισθαίνω
Επίθετο επεξεργασία
γλίσχρος, -α, -ο
- ιξώδης, κολλώδης
- αυτός που επίμονα προσκολλάται σε κάποιον, φορτικός, οχληρός, κολλιτσίδα
- άπληστος, τσιγκούνης, φειδωλός, φιλάργυρος
- ολισθηρός, γλιστερός
- στρεψόδικος
- μηδαμινός
Συγγενικά επεξεργασία
ίσως και τα εξής:
Πηγές επεξεργασία
- γλίσχρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γλίσχρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.