↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
γλισχρον-
ονομαστική γλίσχρων οἱ γλίσχρονες
      γενική τοῦ γλίσχρονος τῶν γλισχρόνων
      δοτική τῷ γλίσχρον τοῖς γλίσχροσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν γλίσχρον τοὺς γλίσχρονᾰς
     κλητική ! γλίσχρον γλίσχρονες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γλίσχρονε
γεν-δοτ τοῖν  γλισχρόνοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Βραχύ γιώτα στο γλίσχρος.
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «μέμνων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γλίσχρων < επίθετο γλίσχρ(ος) + -ων • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γλίσχρων αρσενικό