Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλισχρότης < γλίσχρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλισχρότης θηλυκό

  1. μικροπρέπεια
  2. φιλαργυρία
  3. αναξιότητα, μηδαμινότητα