γλισχρότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γλισχρότης < γλίσχρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γλισχρότης θηλυκό
- μικροπρέπεια
- φιλαργυρία
- αναξιότητα, μηδαμινότητα
γλισχρότης θηλυκό