Ετυμολογία

επεξεργασία
γλισχρότης < γλίσχρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γλισχρότης θηλυκό

  1. μικροπρέπεια
  2. φιλαργυρία
  3. αναξιότητα, μηδαμινότητα