ιξώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιξώδης | η | ιξώδης | το | ιξώδες |
γενική | του | ιξώδους | της | ιξώδους | του | ιξώδους |
αιτιατική | τον | ιξώδη | την | ιξώδη | το | ιξώδες |
κλητική | ιξώδη(ς) | ιξώδης | ιξώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιξώδεις | οι | ιξώδεις | τα | ιξώδη |
γενική | των | ιξωδών | των | ιξωδών | των | ιξωδών |
αιτιατική | τους | ιξώδεις | τις | ιξώδεις | τα | ιξώδη |
κλητική | ιξώδεις | ιξώδεις | ιξώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιξώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰξώδης [1] < ἰξ(ός) + -ώδης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈkso.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ξώ‐δης
Επίθετο
επεξεργασίαιξώδης, -ης, -ες
- (λόγιο) παχύρρευστος, κολλώδης, υλικό που εμφανίζει αντίσταση στη ροή του
- → δείτε και ουσιαστικοποιημένα ιξώδης (αρσενικό), ιξώδες (ουδέτερο)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ιξός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιξώδης | οι | ιξώδες |
γενική | του | ιξώδη & ιξώδους |
των | ιξωδών |
αιτιατική | τον | ιξώδη | τους | ιξώδες |
κλητική | ιξώδη | ιξώδες | ||
Ο δεύτερος τύπος γενικής ενικού, λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ιξώδης αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιξώδης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ιξώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)