↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μηδαμινός η μηδαμινή το μηδαμινό
      γενική του μηδαμινού της μηδαμινής του μηδαμινού
    αιτιατική τον μηδαμινό τη μηδαμινή το μηδαμινό
     κλητική μηδαμινέ μηδαμινή μηδαμινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μηδαμινοί οι μηδαμινές τα μηδαμινά
      γενική των μηδαμινών των μηδαμινών των μηδαμινών
    αιτιατική τους μηδαμινούς τις μηδαμινές τα μηδαμινά
     κλητική μηδαμινοί μηδαμινές μηδαμινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μηδαμινός < (ελληνιστική κοινήμηδαμινός < αρχαία ελληνική μηδαμός < μηδέ + ἁμός

  Επίθετο

επεξεργασία

μηδαμινός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία