oily
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | oily |
συγκριτικός | oilier |
υπερθετικός | oiliest |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαoily (en)
- λαδερός, λιπαρός, λαδώνω, που περιέχει ή καλύπτεται με λάδι
- ⮡ The pie was very oily and made me sick.
- Η πίτα έγινε πολύ λαδερή και με λίγωσε.
- ⮡ oily substances - λιπαρές ουσίες
- ⮡ oily skin/oily hair - λιπαρό δέρμα/λιπαρά μαλλιά
- ⮡ oily hair - λαδωμένο μαλλί
- ⮡ Make sure not to get me oily!
- Πρόσεξε να μη με λαδώσεις!
- ⮡ The pie was very oily and made me sick.