λαδερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λαδερός | η | λαδερή | το | λαδερό |
γενική | του | λαδερού | της | λαδερής | του | λαδερού |
αιτιατική | τον | λαδερό | τη | λαδερή | το | λαδερό |
κλητική | λαδερέ | λαδερή | λαδερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λαδεροί | οι | λαδερές | τα | λαδερά |
γενική | των | λαδερών | των | λαδερών | των | λαδερών |
αιτιατική | τους | λαδερούς | τις | λαδερές | τα | λαδερά |
κλητική | λαδεροί | λαδερές | λαδερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλαδερός
- που έχει πολύ λάδι
- (μαγειρική) που έχει παρασκευαστεί μόνο με λάδι, χωρίς την προσθήκη βουτύρου
- τα φασολάκια και οι μπάμιες είναι τα κατεξοχήν λαδερά φαγητά