Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
huile huiles

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

huile (fr) θηλυκό

  1. το λάδι
  2. (οικείο) άτομο υψηλά ιστάμενο, που έχει υψηλό βαθμό σε μια ιεραρχία

Συγγενικά επεξεργασία