huileux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- huileux < huile
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | huileux | huileux |
θηλυκό | huileuse | huileuses |
huileux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | huileux | huileux |
θηλυκό | huileuse | huileuses |
huileux (fr)