Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
huilage
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
huilage
<
huiler
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɥi.laːʒ
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
huilage
huilages
huilage
(fr)
αρσενικό
η
βύθιση
ενός αντικειμένου μέσα σε
λάδι
το
λάδωμα
Συγγενικά
επεξεργασία
huile
huiler
huilerie
huileux
huilier