Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιπασμένος η λιπασμένη το λιπασμένο
      γενική του λιπασμένου της λιπασμένης του λιπασμένου
    αιτιατική τον λιπασμένο τη λιπασμένη το λιπασμένο
     κλητική λιπασμένε λιπασμένη λιπασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιπασμένοι οι λιπασμένες τα λιπασμένα
      γενική των λιπασμένων των λιπασμένων των λιπασμένων
    αιτιατική τους λιπασμένους τις λιπασμένες τα λιπασμένα
     κλητική λιπασμένοι λιπασμένες λιπασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιπασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λιπαίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.paˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐πα‐σμέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

λιπασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία