λιπασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιπασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λιπαίνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.paˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐πα‐σμέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαλιπασμένος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιπασμένος
|