Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /liˈpe.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐παί‐νο‐μαι

λιπαίνομαι, π.αόρ.: λιπάνθηκα, μτχ.π.π.: λιπασμένος, (ενεργ.: λιπαίνω)