υμενικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υμενικός | η | υμενική | το | υμενικό |
γενική | του | υμενικού | της | υμενικής | του | υμενικού |
αιτιατική | τον | υμενικό | την | υμενική | το | υμενικό |
κλητική | υμενικέ | υμενική | υμενικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υμενικοί | οι | υμενικές | τα | υμενικά |
γενική | των | υμενικών | των | υμενικών | των | υμενικών |
αιτιατική | τους | υμενικούς | τις | υμενικές | τα | υμενικά |
κλητική | υμενικοί | υμενικές | υμενικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υμενικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαυμενικός
- σχετικός με τον υμένα
Μεταφράσεις
επεξεργασία υμενικός
|