υμενόπτερα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υμενόπτερα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υμενόπτερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
υμενόπτερα
υμενόπτερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό