Ετυμολογία

επεξεργασία
υμενόπτερα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υμενόπτερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία