Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεμβράνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεμβράνα
<
ελληνιστική
μεμβράνα
<
λατινική
membrana
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεμβράνα
και
μεμβράνη
θηλυκό
→
δείτε
τη λέξη
μεμβράνη