Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεμβράνα < ελληνιστική μεμβράνα < λατινική membrana

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεμβράνα και μεμβράνη θηλυκό

→ δείτε τη λέξη  μεμβράνη