Ετυμολογία

επεξεργασία

membrane < λατινική membrana < membrum

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

membrane (en)



      ενικός         πληθυντικός  
membrane membranes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

membrane (fr) θηλυκό