Ετυμολογία

επεξεργασία
chiton < αρχαία ελληνική χιτών

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kʌɪ.tɒn/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chiton (en)



      ενικός         πληθυντικός  
chiton chitons

  Ετυμολογία

επεξεργασία
chiton < αρχαία ελληνική χιτών

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ki.tɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chiton (fr)

  1. ο χιτώνας, το αρχαιοελληνικό ένδυμα
  2. (ζωολογία) είδος μαλάκιου