↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στιχάριο τα στιχάρια
      γενική του στιχαρίου
στιχάριου
των στιχαρίων
    αιτιατική το στιχάριο τα στιχάρια
     κλητική στιχάριο στιχάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στιχάριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στιχάριον.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε στίχος + -άριο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στιχάριο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία