ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στῐχᾰριο-
ονομαστική τὸ στιχάριον τὰ στιχάρι
      γενική τοῦ στιχαρίου τῶν στιχαρίων
      δοτική τῷ στιχαρί τοῖς στιχαρίοις
    αιτιατική τὸ στιχάριον τὰ στιχάρι
     κλητική ! στιχάριον στιχάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στιχαρίω
γεν-δοτ τοῖν  στιχαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στιχάριον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στίχ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ιον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: στιχάριν νέα ελληνικά: στιχάριο, στιχάρι (εκκλησιαστικός όρος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στιχάριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία