στιχάριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
στῐχᾰριο- | ||||||||
ονομαστική | τὸ | στιχάριον | τὰ | στιχάριᾰ | ||||
γενική | τοῦ | στιχαρίου | τῶν | στιχαρίων | ||||
δοτική | τῷ | στιχαρίῳ | τοῖς | στιχαρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | στιχάριον | τὰ | στιχάριᾰ | ||||
κλητική ὦ! | στιχάριον | στιχάριᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στιχαρίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | στιχαρίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στιχάριον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στίχ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ιον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: στιχάριν ⇘ νέα ελληνικά: στιχάριο, στιχάρι (εκκλησιαστικός όρος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστιχάριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στίχος
Πηγές
επεξεργασία- στιχάριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- στιχάριον σελ.6700 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)