↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αχυρόστρωμα τα αχυροστρώματα
      γενική του αχυροστρώματος των αχυροστρωμάτων
    αιτιατική το αχυρόστρωμα τα αχυροστρώματα
     κλητική αχυρόστρωμα αχυροστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αχυρόστρωμα < άχυρο και στρώμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αχυρόστρωμα ουδέτερο

  1. στρώμα φτιαγμένο από άχυρο
    Αντί όμως να τας μεταχειρισθή προς τοιούτον σκοπόν, είχε προτιμήσει να προσθέση και αυτάς εις άλλας πενήντα χιλιάδας, όπου είχε κρυμμένας εις το αχυρόστρωμα επί του οποίου ευρέθη ένα πρωί νεκρός. (Εμμ. Ροΐδης, Συριανά διηγήματα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία