κουτόχορτο
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κουτόχορτο ουδέτερο
- φανταστικό χόρτο που υποτίθεται ότι όποιος το τρώει αποβλακώνεται
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- δεν τρώω κουτόχορτο
- δίνω σε κάποιον κουτόχορτο
- ταΐζω κάποιον κουτόχορτο