αχυρώνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αχυρώνας | οι | αχυρώνες |
γενική | του | αχυρώνα | των | αχυρώνων |
αιτιατική | τον | αχυρώνα | τους | αχυρώνες |
κλητική | αχυρώνα | αχυρώνες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αχυρώνας < (ελληνιστική κοινή) ἀχυρών
Ουσιαστικό
επεξεργασίααχυρώνας αρσενικό (και αχερώνα, αχερώνας, αχυρώνα)