ενικός         πληθυντικός  
barn barns

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

barn (en)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

barn (da) ουδέτερο (πληθυντικός børn (da))



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

barn (is) ουδέτερο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

barn (no) ουδέτερο