Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλώνισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Ταυτόσημο
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αλώνισμα
τα
αλωνίσμα
τ
α
γενική
του
αλωνίσμα
τ
ος
των
αλωνισμά
τ
ων
αιτιατική
το
αλώνισμα
τα
αλωνίσμα
τ
α
κλητική
αλώνισμα
αλωνίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλώνισμα
<
αλωνίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλώνισμα
ουδέτερο
η
ενέργεια
του
αλωνίζω
, ο
διαχωρισμός
των
κόκκων
των
δημητριακών
από τα
στάχυα
και από το περίβλημά του σε
αλώνι
Ταυτόσημο
επεξεργασία
αλωνισμός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
λίχνισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλώνισμα
αγγλικά
:
threshing
(en)
πολωνικά
:
młócenie
(pl)
φινλανδικά
:
puiminen
(fi)