fojno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fojno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fojno | fojnoj |
αιτιατική | fojnon | fojnojn |
fojno (eo)
- ο σανός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fojno | fojnoj |
αιτιατική | fojnon | fojnojn |
fojno (eo)