Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

σανού

  1. (αρσενικό) γενική ενικού του σανός
  2. (ουδέτερο) γενική ενικού του σανό