↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σανό τα σανά
      γενική του σανού των σανών
    αιτιατική το σανό τα σανά
     κλητική σανό σανά
Δείτε και το αρσενικό «ο σανός».
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σανό < σανός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σανό ουδέτερο