σανά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασανά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σανό
- (περιληπτικό, για τη συγκομιδή) σανά (ουδέτερο πληθυντικός και για το αρσενικό «ο σανός»)
- ⮡ πούλησε τα σανά του
- (περιληπτικό, για τη συγκομιδή) σανά (ουδέτερο πληθυντικός και για το αρσενικό «ο σανός»)