- χορτάζω < χόρτος και -άζω
χορτάζω
- ταΐζω, χορταίνω τα βοσκήματα, τα άλογα κ.λπ. ζώα
- τρώω εγώ μέχρι κορεσμού ή και παραπάνω
- βολβοῖς ἐμαυτὸν χορτάσω
- χορτάσω τὸν κάνθαρον (σαν αστείο, αφού το σκαθάρι δεν είναι άλογο)
- (μεταφορικά) είμαι πλήρης συναισθημάτων (έννοια ελληνιστική και των χριστιανικών χρόνων)
- κεχόρτασμαι λύπης, χαράς