Ετυμολογία

επεξεργασία
χορτάζω < χόρτος και -άζω

χορτάζω

  1. ταΐζω, χορταίνω τα βοσκήματα, τα άλογα κ.λπ. ζώα
  2. τρώω εγώ μέχρι κορεσμού ή και παραπάνω
    βολβοῖς ἐμαυτὸν χορτάσω
    χορτάσω τὸν κάνθαρον (σαν αστείο, αφού το σκαθάρι δεν είναι άλογο)
  3. (μεταφορικά) είμαι πλήρης συναισθημάτων (έννοια ελληνιστική και των χριστιανικών χρόνων)
    κεχόρτασμαι λύπης, χαράς