χορτασιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χορτασιά | οι | χορτασιές |
γενική | της | χορτασιάς | των | χορτασιών |
αιτιατική | τη | χορτασιά | τις | χορτασιές |
κλητική | χορτασιά | χορτασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χορτασιά < μεσαιωνική ελληνική ή μεταγενέστερη (ελληνιστική κοινή) χορτασία και χορτασιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχορτασιά θηλυκό
- ο κορεσμός, το αίσθημα που αισθάνεται κάποιος όταν χορταίνει από κάτι (είτε κυριολεκτικά από τρόφιμο είτε μεταφορικά όταν καλύπτει πλήρως ή και με το παραπάνω κάποια άλλη ανάγκη του)