approach
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- approach < (κληρονομημένο) μέση αγγλική approchen < (άμεσο δάνειο) γαλλική aprochier
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | approach |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | approaches |
αόριστος | approached |
παθητική μετοχή | approached |
ενεργητική μετοχή | approaching |
approach (en)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
approach | approaches |
approach (en)