Ετυμολογία

επεξεργασία
approach < (κληρονομημένο) μέση αγγλική approchen < (άμεσο δάνειο) γαλλική aprochier

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /əˈpɹoʊt͡ʃ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
approach approaches

approach (en)

  1. (μετρήσιμο) η προσέγγιση, η αντιμετώπιση ενός ζητήματος
    a theoretical/aesthetic/political/economic/literary approach to an issue
    θεωρητική/αισθητική/πολιτική/οικονομική/φιλολογική προσέγγιση ενός ζητήματος
    He attempted a first/comprehensive approach to the subject.
    Επιχείρησε μια πρώτη/μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του θέματος.
  2. (μόνο στον ενικό) η προσέγγιση, μια κίνηση πιο κοντά σε κάποιον ή κάτι σε απόσταση ή χρόνο
    the approach of the ship to the dock - η προσέγγιση του πλοίου στην αποβάθρα
ενεστώτας approach
γ΄ ενικό ενεστώτα approaches
αόριστος approached
παθητική μετοχή approached
ενεργητική μετοχή approaching

approach (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) πλησιάζω, προσεγγίζω, κοντεύω, πλησιάζω σε κάποιον ή κάτι σε απόσταση ή χρόνο
    It’s approaching midnight.
    Πλησιάζουν μεσάνυχτα.
    We’re approaching Rome.
    Πλησιάζουμε τη Ρώμη.
    A stranger approached me.
    Με πλησίασε ένας ξένος.
    I am approaching land.
    Προσεγγίζω ξηρά.
    He is approaching retirement.
    Κοντεύει να πάρει σύνταξη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη near
  2. (μαθηματικά) τείνω προς το, προσεγγίζω προς μια ορισμένη τιμή χωρίς να την φτάνω
    When x approaches 0, then 1/|x| approaches positive infinity.
    Όταν το x τείνει προς το 0, τότε το 1/|x| τείνει προς το συν άπειρο.