approach
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- approach < (κληρονομημένο) μέση αγγλική approchen < (άμεσο δάνειο) γαλλική aprochier
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
approach | approaches |
approach (en)
- (μετρήσιμο) η προσέγγιση, η αντιμετώπιση ενός ζητήματος
- ↪ a theoretical/aesthetic/political/economic/literary approach to an issue
- θεωρητική/αισθητική/πολιτική/οικονομική/φιλολογική προσέγγιση ενός ζητήματος
- ↪ He attempted a first/comprehensive approach to the subject.
- Επιχείρησε μια πρώτη/μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του θέματος.
- ↪ a theoretical/aesthetic/political/economic/literary approach to an issue
- (μόνο στον ενικό) η προσέγγιση, μια κίνηση πιο κοντά σε κάποιον ή κάτι σε απόσταση ή χρόνο
- ↪ the approach of the ship to the dock - η προσέγγιση του πλοίου στην αποβάθρα
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | approach |
γ΄ ενικό ενεστώτα | approaches |
αόριστος | approached |
παθητική μετοχή | approached |
ενεργητική μετοχή | approaching |
approach (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πλησιάζω, προσεγγίζω, κοντεύω, πλησιάζω σε κάποιον ή κάτι σε απόσταση ή χρόνο
- (μαθηματικά) τείνω προς το, προσεγγίζω προς μια ορισμένη τιμή χωρίς να την φτάνω
- ↪ When x approaches 0, then 1/|x| approaches positive infinity.
- Όταν το x τείνει προς το 0, τότε το 1/|x| τείνει προς το συν άπειρο.
- ↪ When x approaches 0, then 1/|x| approaches positive infinity.
Πηγές
επεξεργασία- approach (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- approach (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 464, 714-715, 746. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοντεύω, πλησιάζω, προσεγγίζω