chenal
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chenal | chenaux |
Ουσιαστικό επεξεργασία
chenal (fr) αρσενικό
- το πλωτό μέρος ενός ποταμού, καναλιού, κ.α., πάνω στο οποίο ένα πλοίο δεν κινδυνεύει να προσαράξει
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chenal | chenaux |
chenal (fr) αρσενικό