πορθμεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πορθμεῖον | τὰ | πορθμεῖᾰ |
γενική | τοῦ | πορθμείου | τῶν | πορθμείων |
δοτική | τῷ | πορθμείῳ | τοῖς | πορθμείοις |
αιτιατική | τὸ | πορθμεῖον | τὰ | πορθμεῖᾰ |
κλητική ὦ! | πορθμεῖον | πορθμεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πορθμείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πορθμείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπορθμεῖον ουδέτερο
- σημείο διάβασης, δίαυλος
- πορθμείο, «φέρι μπόουτ»
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 5, 1.23
- ἅτε ἐκ τοῦ λιμένος πλέων, πολλὰ καὶ ἁλιευτικὰ ἔλαβε καὶ πορθμεῖα ἀνθρώπων μεστά, καταπλέοντα ἀπὸ νήσων.
- καθώς μάλιστα έβγαινε από το λιμάνι αιχμαλώτισε πολλά πλεούμενα — και ψαράδικα, και πορθμεία γεμάτα κόσμο που έρχονταν από τα νησιά.
- Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- ἅτε ἐκ τοῦ λιμένος πλέων, πολλὰ καὶ ἁλιευτικὰ ἔλαβε καὶ πορθμεῖα ἀνθρώπων μεστά, καταπλέοντα ἀπὸ νήσων.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ἀλέξανδρος, 63.1
- Ἐντεῦθεν ὁρμήσας Ἀλέξανδρος τὴν ἔξω θάλασσαν ἐπιδεῖν, καὶ πολλὰ πορθμεῖα κωπήρη καὶ σχεδίας πηξάμενος, ἐκομίζετο τοῖς ποταμοῖς ὑποφερόμενος σχολαίως.
- Από εκεί ο Αλέξανδρος ξεκίνησε να δει την έξω θάλασσα και, αφού ναυπήγησε πολλά πλοιάρια με κουπιά για το πέρασμα και σχεδίες, άφηνε να τον μεταφέρουν αργά αργά τα ρεύματα των ποταμών.
- Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
- Ἐντεῦθεν ὁρμήσας Ἀλέξανδρος τὴν ἔξω θάλασσαν ἐπιδεῖν, καὶ πολλὰ πορθμεῖα κωπήρη καὶ σχεδίας πηξάμενος, ἐκομίζετο τοῖς ποταμοῖς ὑποφερόμενος σχολαίως.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 77, 2.2 Νεκρικοί Διάλογοι/Χάρωνος καὶ Μενίππου @wikisource @scaife.perseus
- [ΜΕΝΙΠΠΟΣ] Τούτου γε ἕνεκα νεωλκήσας τὸ πορθμεῖον παράμενε· πλὴν ἀλλ᾽ ὅ γε μὴ ἔχω, πῶς ἂν λάβοις;
- [ΜΕΝΙΠΠΟΣ] Γι᾽ αυτό λοιπόν τράβα το πλεούμενο στη στεριά και περίμενε. Αλλά αυτό που δεν έχω πώς θα μπορέσεις να το πάρεις;
- Μετάφραση (2002): Δημήτριος Α. Χρηστίδης, @greek‑language.gr
- [ΜΕΝΙΠΠΟΣ] Τούτου γε ἕνεκα νεωλκήσας τὸ πορθμεῖον παράμενε· πλὴν ἀλλ᾽ ὅ γε μὴ ἔχω, πῶς ἂν λάβοις;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 5, 1.23
- ναύλα πλοίου
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 77, 2.1 Νεκρικοί Διάλογοι/Χάρωνος καὶ Μενίππου @wikisource @scaife.perseus
- [Χάρων] Ἀπόδος, ὦ κατάρατε, τὰ πορθμεῖα.
- [Χάρων] Πλήρωσέ μου, καταραμένε, τα ναύλα.
- Μετάφραση (2002): Δημήτριος Α. Χρηστίδης, @greek‑language.gr
- [Χάρων] Ἀπόδος, ὦ κατάρατε, τὰ πορθμεῖα.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 40, 10 Περί πένθους @wikisource @scaife.perseus
- οὐδ᾽ ὅτι πολὺ κάλλιον ἦν μὴ ἔχειν τὰ πορθμεῖα καταβαλεῖν·
- ούτε ότι θα ήταν πολύ καλύτερο να μην έχουν να πληρώσουν τα ναύλα·
- Μετάφραση (2002): Δημήτριος Α. Χρηστίδης, @greek‑language.gr
- οὐδ᾽ ὅτι πολὺ κάλλιον ἦν μὴ ἔχειν τὰ πορθμεῖα καταβαλεῖν·
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 77, 2.1 Νεκρικοί Διάλογοι/Χάρωνος καὶ Μενίππου @wikisource @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ιωνικός τύπος : πορθμήϊον
- → δείτε παράθεμα στο πορθμήϊον
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πορθμεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πορθμεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.