Δείτε επίσης: πορθμεῖον
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορθμείο τα πορθμεία
      γενική του πορθμείου των πορθμείων
    αιτιατική το πορθμείο τα πορθμεία
     κλητική πορθμείο πορθμεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πορθμείο ουδέτερο

  1. πλεούμενο που μεταφέρει ανθρώπους, εμπορεύματα και οχήματα στην απέναντι όχθη ή ακτή
  2. τα ναύλα που πληρώνει κάποιος για τη μεταφορά αυτή
  3. τόπος για πέρασμα στην απέναντι όχθη ή ακτή

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία