Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ferry ferries

ferry (en)

ενεστώτας ferry
γ΄ ενικό ενεστώτα ferries
αόριστος ferried
παθητική μετοχή ferried
ενεργητική μετοχή ferrying

ferry (en)

  • περνάω, κινώ κάποιον ή κάτι σε μια βάρκα
    ⮡  Can you ferry me across the lake?
    Μπορείς να με περάσεις απέναντι στη λίμνη;



      ενικός         πληθυντικός  
ferry ferrys

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ferry (fr) αρσενικό