Πορθμός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Πορθμός | ||
γενική | τοῦ | Πορθμοῦ | ||
δοτική | τῷ | Πορθμῷ | ||
αιτιατική | τὸν | Πορθμόν | ||
κλητική ὦ! | Πορθμέ | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πορθμός < πορθμός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πορθμός αρσενικό, μόνο στον ενικό
Πηγές επεξεργασία
- Πορθμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.