Δείτε επίσης: Κλειώ, κλειῶ, κλείω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλειώ < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kliˈo/ (ως δισύλλαβο, χωρίς συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλει‐ώ

κλειώ

  1. (ιδιωματικό,[1] λογοτεχνικό) μορφή του κλείνω
  2. (για την καθαρεύουσα → δείτε τη λέξη κλειῶ, τύπος του αρχαίου κλείω)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  • Ηλίας Ιω. Καμπανάς Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό