Κλειώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κλειώ | ||
γενική | της | Κλειώς & Κλειούς | ||
αιτιατική | την | Κλειώ | ||
κλητική | Κλειώ | |||
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη. | ||||
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Κλειώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Κλειώ
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kliˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κλει‐ώ
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Κλειώ θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) μία από τις εννέα μούσες, η προστάτιδα της ιστορίας
Σήμερα έχουμε διαγώνισμα αρχαίων ελληνικών στην Κλειώ, το πρώτο κεφάλαιο των Ιστοριών του Ηρόδοτου.
- γυναικείο όνομα
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Κλειώ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Κλειώ | ||
γενική | τῆς | Κλειοῦς | ||
δοτική | τῇ | Κλειοῖ | ||
αιτιατική | τὴν | Κλειώ | ||
κλητική ὦ! | Κλειοῖ | |||
Και γενική τῆς Κλεοῦς (metri gr. codd. recc. μετρική ανάγκη, σε κώδικες) | ||||
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Κλειώ θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) γυναικείο όνομα, μία από τις εννέα μοῦσες → δείτε την Κλειώ
Πηγές
επεξεργασία
- Κλειώ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Κλειώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.