Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Κλειώ
      γενική της Κλειώς
Κλειούς
    αιτιατική την Κλειώ
     κλητική Κλειώ
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη.
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κλειώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Κλειώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kliˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κλει‐ώ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κλειώ θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) μία από τις εννέα μούσες, η προστάτιδα της ιστορίας
    Σήμερα έχουμε διαγώνισμα αρχαίων ελληνικών στην Κλειώ, το πρώτο κεφάλαιο των Ιστοριών του Ηρόδοτου.
  2. γυναικείο όνομα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κλειώ
      γενική τῆς Κλειοῦς
      δοτική τῇ Κλειοῖ
    αιτιατική τὴν Κλειώ
     κλητική ! Κλειοῖ
Και γενική τῆς Κλεοῦς (metri gr. codd. recc. μετρική ανάγκη, σε κώδικες)
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κλειώ < κλείω και κλέω και κλεΐζω (εγκωμιάζω) (διάφορο του κλείω που σήμαινε κλείνω, αποφράσσω)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κλειώ θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία