metri gr.
Διαγλωσσικοί όροιΕπεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- metri gr. < νεολατινική metri gr. < λατινική metri, γενική ενικού του metrum & gratia αφαιρετική ενικού, κυριολεκτικά: για χάρη του μέτρου
ΣυντομομορφήΕπεξεργασία
metri gr. συντομογραφία
- (βιβλιογραφική παραπομπή) metri gratia: για μετρική ανάγκη, δημιουργήθηκε για την προσαρμογή σε ποιητικό μέτρο.
Λατινικά (la)Επεξεργασία
ΣυντομομορφήΕπεξεργασία
metri gr. (la) συντομογραφία (νεολατινικά)