Διαγλωσσικοί όροι επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

metri gr. < νεολατινική metri gr. < λατινική metri, γενική ενικού του metrum & gratia αφαιρετική ενικού, κυριολεκτικά: για χάρη του μέτρου

  Συντομομορφή επεξεργασία

metri gr. συντομογραφία



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Συντομομορφή επεξεργασία

metri gr. (la) συντομογραφία (νεολατινικά)