Ρηματικός τύπος

επεξεργασία
κλείομαι
  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική μέσου και παθητικού ενεστώτα του ρήματος κλείω
    κλείνομαι

Άλλες μορφές

επεξεργασία