Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κλείομαι
  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική μέσου και παθητικού ενεστώτα του ρήματος κλείω
    κλείνομαι

Κλίση επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία